Μνημεία και Αρχαιολογικοί Χώροι της Κύπρου του καταλόγου της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς/ Νεολιθικός Οικισμός Χοιροκοιτίας
Το 1972 η UNESCO υιοθέτησε τη Σύμβαση που αφορά την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς, ως απάντηση στις αυξανόμενες απειλές σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία της φύσης, που προκαλούσε ο γοργός και ανεξέλεγκτος ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης.
Η Σύμβαση προωθεί την καταγραφή, προστασία και συντήρηση της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς που θεωρείται εξαιρετικά σημαντικής αξίας για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Από το 1992 τη σύμβαση αυτή διαχειρίζεται το Κέντρο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς που εδρεύει στο Παρίσι και αποτελεί το σημείο αναφοράς και το συντονιστή εντός της UNESCO για όλα τα θέματα σχετικά με την παγκόσμια κληρονομιά.
Η Κυπριακή Δημοκρατία επικύρωσε την Σύμβαση το 1975 και δεσμεύτηκε μαζί με άλλα κράτη για την προστασία των χώρων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η Κύπρος λόγω του σημαντικού πολιτισμού που έχει αναπτύξει μεταξύ δύο σημαντικών πολιτιστικών περιοχών, του Αιγαίου και της Εγγύς Ανατολής, υπήρξε από τις πρώτες χώρες που πέτυχε να τύχουν μνημεία της αυτής της διάκρισης από το 1980. Ο πολιτισμός αυτός αντικατοπτρίζεται μέσα από σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους και Βυζαντινές εκκλησίες αποτελεί δε κορυφαίο γεγονός για την πολιτιστική προβολή της Κύπρου.
Η τρίτη εγγραφή, το 1998, περιέλαβε τον αρχαιολογικό χώρο του Νεολιθικού οικισμού της Χοιροκοιτίας. Η Χοιροκοιτία συμπεριλήφθηκε στον κατάλογο για τρεις βασικούς λόγους:
- Είναι ο πιο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος της Νεολιθικής περιόδου που αντικατοπτρίζει την εξάπλωση,
- τη μόνιμη εγκατάσταση σε οικισμούς, και
- τον ρόλο που διαδραμάτισε η Κύπρος στη μετάδοση του Νεολιθικού πολιτισμού από την ανατολική Μεσόγειο στη Δύση ( 7η χιλ. – 4η χιλ. π.Χ.).
Ο νεολιθικός οικισμός της Χοιροκοιτίας άρχισε να ανασκάπτεται στα 1936 από τον τότε Έφορο του Τμήματος Αρχαιοτήτων Πορφύριο Δίκαιο, ενώ από το 1976 οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από γαλλική αρχαιολογική αποστολή υπό τη διεύθυνση του Alain Le Brun.
Ο οικισμός είναι κτισμένος στην απότομη πλαγιά ενός λόφου που βρίσκεται στη δυτική όχθη του ποταμού Μαρωνίου, σε απόσταση 6 χλμ. από τη θάλασσα. Αποτελεί ένα από τα εντυπωσιακότερα δείγματα πρώιμης μόνιμης εγκατάστασης πληθυσμών στο νησί. Στα δυτικά, όπου ο οικισμός δεν είναι φυσικά οχυρωμένος, ανεγέρθηκε ένας πλατύς τοίχος περίφραξης. Το κτίσιμό του προϋποθέτει συλλογική προσπάθεια, γεγονός που υπονοεί σύνθετη κοινωνική οργάνωση.
Οι κάτοικοι της Χοιροκοιτίας ζούσαν σε κυκλικά κτίσματα από τα οποία σώζεται το κάτω μέρος των τοίχων που ήταν λίθινο. Το πάνω μέρος ήταν φτιαγμένο από πηλό, άχυρο, πλίνθους και πέτρες. Οι στέγες ήταν επίπεδες και φτιαγμένες από ξύλα, κλαδιά, άχυρο και χώμα. Όπως προέκυψε από τις ανασκαφές, κατοικία ορίζεται ως η συγκέντρωση πολλών τέτοιων κυκλικών κτισμάτων γύρω από μια μικρή αυλή όπου βρίσκεται ένας μύλος για το άλεσμα των σπόρων.
Οι νεκροί θάβονταν σε λάκκους στο εσωτερικό των κατοικιών. Σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύονται από αντικείμενα καθημερινής χρήσης όπως λίθινα αγγεία και περιδέραια φτιαγμένα από θαλάσσια όστρακα και λίθινες χάντρες.
Οι διατροφικές ανάγκες των κατοίκων καλύπτονταν από την κτηνοτροφία, το κυνήγι, τη γεωργία και τη συλλογή άγριων καρπών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν φτιαγμένα από λίθο και οστά. Έχουν βρεθεί επίσης πολλά λίθινα σκεύη και ειδώλια που παριστάνουν κυρίως ανθρώπινες μορφές.
Οι κάτοικοι του οικισμού επεξεργάστηκαν τον διαβάση, μια σκληρή πέτρα, για την κατασκευή των λίθινων αγγείων, που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κυπριακής προκεραμεικής (7000-5200 π.Χ.) περιόδου. Για την κατασκευή κοσμημάτων χρησιμοποίησαν τον πικρόλιθο, μια πρασινωπή μαλακή πέτρα, η οποία βρίσκεται σε αφθονία στην κοίτη του ποταμού Κούρη, δυτικά της Λεμεσού.
Ο οικισμός της Χοιροκοιτίας, όπως και άλλοι οικισμοί της προκεραμεικής, εγκαταλείφθηκε ξαφνικά. Με την πάροδο του χρόνου ο χώρος ξανακατοικήθηκε κατά τη νεολιθική περίοδο, όταν πλέον ο άνθρωπος γνώριζε την κεραμεική τέχνη (5000-3900). Από την περίοδο αυτή δεν σώζεται κανένα αρχιτεκτονικό ίχνος στη Χοιροκοιτία.
Σε μια προσπάθεια να γίνει καλύτερα κατανοητός ο χώρος από τον επισκέπτη, αλλά και για προστασία του αρχαίου οικισμού, το Τμήμα Αρχαιοτήτων προχώρησε σε αναπαράσταση πέντε κυκλικών κτισμάτων και τμήματος του οχυρωματικού περιβόλου με την είσοδό του. Χρησιμοποιήθηκαν παραδοσιακά υλικά και τρόποι δόμησης, ενώ στο εσωτερικό των κτισμάτων τοποθετήθηκαν αυθεντικά νεολιθικά αντικείμενα.